- φωσφογλυκόζη
- η, Ν(βιοχ.) η φωσφορική γλυκόζη, φωσφορικός εστέρας τής γλυκόζης, που διακρίνεται σε 1-φωσφογλυκόζη και 6-φωσφογλυκόζη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. γαλλ. glucose phosphate).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωσφορικός — ή, ό, Ν 1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φωσφόρο ή αυτός που περιέχει φωσφόρο 2. φρ. α) «φωσφορικό οξύ» χημ. περιληπτική ονομασία οξυγονούχων οξέων τού πεντασθενούς φωσφόρου, από τα οποία σημαντικότερα είναι το ορθοφωσφορικό οξύ, το… … Dictionary of Greek